Greek Meaning of transcendently

υπερβατικά

Other Greek words related to υπερβατικά

Definitions and Meaning of transcendently in English

Webster

transcendently (adv.)

In a transcendent manner.

FAQs About the word transcendently

υπερβατικά

In a transcendent manner.

μεταφυσικός,Μυστηριώδης,Παραφυσικό,υπερφυσικός,υπερβατικός,ουράνιος,θείος,μυστικός,Απόκοσμος,υπερφυσικός

φυσικός,επίγειος,καθημερινό

transcendentally => υπερβατικά, transcendentality => υπερβατικότητα, transcendentalist => υπερβατικός, transcendentalism => υπερβατικότητα, transcendental philosophy => Υπερβατική φιλοσοφία,