Greek Meaning of transcendentness
υπερβατικότητα
Other Greek words related to υπερβατικότητα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of transcendentness
- transcendently => υπερβατικά
- transcendentally => υπερβατικά
- transcendentality => υπερβατικότητα
- transcendentalist => υπερβατικός
- transcendentalism => υπερβατικότητα
- transcendental philosophy => Υπερβατική φιλοσοφία
- transcendental number => Υπερβατικός αριθμός
- transcendental => υπερβατικός
- transcendent => υπερβατικός
- transcendency => υπερβατικότητα
- transcending => υπερβατικός
- transcension => Υπέρβαση
- transcolate => φιλτράρω
- transcolated => εγκάρσια διαβιβασμένος
- transcolating => αμετάφραστο
- transcolation => διασπορά (diaspora)
- transcontinental => Διαηπειρωτικός
- transcorporate => διακρατικός
- transcortical aphasia => Διαφλοιική αφασία
- transcribbler => μεταγραφέας
Definitions and Meaning of transcendentness in English
transcendentness (n.)
Same as Transcendence.
FAQs About the word transcendentness
υπερβατικότητα
Same as Transcendence.
No synonyms found.
No antonyms found.
transcendently => υπερβατικά, transcendentally => υπερβατικά, transcendentality => υπερβατικότητα, transcendentalist => υπερβατικός, transcendentalism => υπερβατικότητα,