Greek Meaning of transcontinental
Διαηπειρωτικός
Other Greek words related to Διαηπειρωτικός
Nearest Words of transcontinental
- transcolation => διασπορά (diaspora)
- transcolating => αμετάφραστο
- transcolated => εγκάρσια διαβιβασμένος
- transcolate => φιλτράρω
- transcension => Υπέρβαση
- transcending => υπερβατικός
- transcendentness => υπερβατικότητα
- transcendently => υπερβατικά
- transcendentally => υπερβατικά
- transcendentality => υπερβατικότητα
Definitions and Meaning of transcontinental in English
transcontinental (s)
spanning or crossing or on the farther side of a continent
transcontinental (a.)
Extending or going across a continent; as, a transcontinental railroad or journey.
FAQs About the word transcontinental
Διαηπειρωτικός
spanning or crossing or on the farther side of a continentExtending or going across a continent; as, a transcontinental railroad or journey.
ηπειρωτικός,διηπειρωτικός,ξένος,πολυεθνικός,υπερεθνικός
Διεθνής,εθνικός,Εσωτερικός,εσωτερική
transcolation => διασπορά (diaspora), transcolating => αμετάφραστο, transcolated => εγκάρσια διαβιβασμένος, transcolate => φιλτράρω, transcension => Υπέρβαση,