FAQs About the word transcontinental

Διαηπειρωτικός

spanning or crossing or on the farther side of a continentExtending or going across a continent; as, a transcontinental railroad or journey.

ηπειρωτικός,διηπειρωτικός,ξένος,πολυεθνικός,υπερεθνικός

Διεθνής,εθνικός,Εσωτερικός,εσωτερική

transcolation => διασπορά (diaspora), transcolating => αμετάφραστο, transcolated => εγκάρσια διαβιβασμένος, transcolate => φιλτράρω, transcension => Υπέρβαση,