Greek Meaning of transcendency
υπερβατικότητα
Other Greek words related to υπερβατικότητα
- άνοδος
- κυριαρχία
- κυριαρχία
- κυριαρχία
- κυριαρχία
- Υπεροχή
- Ανωτερότητα
- υπερβατικότητα
- πλεονέκτημα
- επίδομα
- εντολή
- Πλεονέκτημα κεφαλής
- υψίπεδο
- μόλυβδος
- περιθώριο
- αποδόσεις
- προτεραιότητα
- προτίμηση
- προνόμιο
- προνόμιο
- _αρχαιότητα_
- αρχή
- ανώτερη θέση
- πλεονέκτημα
- όφελος
- καλύτερος
- ευλογία
- εξόγκωμα
- σταγόνα
- ακμή
- ευδαιμονία
- ορμητήριο
- Δώρο Θεού
- Εσωτερική πίστα
- πήδα
- Μάννα
- ευκαιρία
- τραβώ
- στη θέση
- Πλεονέκτημα
- απροσδόκητο κέρδος
- Θέση της καρακάξας
- ζημία
- Αναπηρία
- Μειονέκτημα
- ανισότητα
- μειονέκτημα
- αναπηρία
- ανισορροπία
- ανισότητα
- Ευθύνη
- μείον
- πέναλτι
- Απεργία
- μπάρα
- Ντροπή
- αποτυχημένος
- εμπόδιο
- ανικανότητα
- εμπόδιο
- παρεμβολή
- αφήνω
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- μειονέκτημα
- Πνιγμό
- ανωμαλία
- aρπάζω
- έλεγχος
- απόφραξη
- στένωμα
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- χειροπέδες
- Τρίβω
- οπισθοχώρηση
- δεσμός
- σταματάω
- δίχτυ
Nearest Words of transcendency
- transcendent => υπερβατικός
- transcendental => υπερβατικός
- transcendental number => Υπερβατικός αριθμός
- transcendental philosophy => Υπερβατική φιλοσοφία
- transcendentalism => υπερβατικότητα
- transcendentalist => υπερβατικός
- transcendentality => υπερβατικότητα
- transcendentally => υπερβατικά
- transcendently => υπερβατικά
- transcendentness => υπερβατικότητα
Definitions and Meaning of transcendency in English
transcendency (n)
a state of being or existence above and beyond the limits of material experience
the state of excelling or surpassing or going beyond usual limits
transcendency ()
The quality or state of being transcendent; superior excellence; supereminence.
Elevation above truth; exaggeration.
FAQs About the word transcendency
υπερβατικότητα
a state of being or existence above and beyond the limits of material experience, the state of excelling or surpassing or going beyond usual limitsThe quality o
άνοδος,κυριαρχία,κυριαρχία,κυριαρχία,κυριαρχία,Υπεροχή,Ανωτερότητα,υπερβατικότητα,πλεονέκτημα,επίδομα
ζημία,Αναπηρία,Μειονέκτημα,ανισότητα,μειονέκτημα,αναπηρία,ανισορροπία,ανισότητα,Ευθύνη,μείον
transcendence => υπερβατικότητα, transcended => υπερέβη, transcend => ξεπερνάω, transcaucasia => Υπερκαυκασία, transcalent => ημιδιαφανής,