Greek Meaning of whip hand

Πλεονέκτημα

Other Greek words related to Πλεονέκτημα

Definitions and Meaning of whip hand in English

Wordnet

whip hand (n)

position of advantage and control

FAQs About the word whip hand

Πλεονέκτημα

position of advantage and control

πλεονέκτημα,ακμή,ανώτερη θέση,καλύτερος,εξόγκωμα,σταγόνα,υψίπεδο,Εσωτερική πίστα,πήδα,περιθώριο

ζημία,Αναπηρία,Μειονέκτημα,ανισότητα,μειονέκτημα,αναπηρία,ανισορροπία,ανισότητα,αφήνω,Ευθύνη

whip => μαστίγιο, whinyard => σπαθί, whiny => γκρινιάρης, whinstone => βασάλτης, whinock => whinock,