Greek Meaning of stead
στη θέση
Other Greek words related to στη θέση
- πλεονέκτημα
- ακμή
- καλύτερος
- εξόγκωμα
- σταγόνα
- υψίπεδο
- Εσωτερική πίστα
- πήδα
- μόλυβδος
- περιθώριο
- αποδόσεις
- ευκαιρία
- προνόμιο
- τραβώ
- αρχή
- ανώτερη θέση
- Πλεονέκτημα
- επίδομα
- άνοδος
- κυριαρχία
- όφελος
- ευλογία
- Σπάω
- εντολή
- κυριαρχία
- ευδαιμονία
- ορμητήριο
- Δώρο Θεού
- Πλεονέκτημα κεφαλής
- Μάννα
- κυριαρχία
- προτεραιότητα
- κυριαρχία
- προτίμηση
- προνόμιο
- _αρχαιότητα_
- Υπεροχή
- Ανωτερότητα
- υπερβατικότητα
- υπερβατικότητα
- απροσδόκητο κέρδος
- Θέση της καρακάξας
- Πλεονεκτική θέση
- πλεονέκτημα
- ζημία
- Μειονέκτημα
- μειονέκτημα
- αποτυχημένος
- αναπηρία
- Ευθύνη
- μείον
- πέναλτι
- Απεργία
- μπάρα
- aρπάζω
- έλεγχος
- Αναπηρία
- ανισότητα
- Ντροπή
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- ανισορροπία
- ανικανότητα
- εμπόδιο
- ανισότητα
- παρεμβολή
- αφήνω
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- Τρίβω
- μειονέκτημα
- σταματάω
- Πνιγμό
- απόφραξη
- στένωμα
- εμπόδιο
- ταλάντευση
- χειροπέδες
- οπισθοχώρηση
- δεσμός
- δίχτυ
- ανωμαλία
Nearest Words of stead
Definitions and Meaning of stead in English
stead (n)
the post or function properly or customarily occupied or served by another
FAQs About the word stead
στη θέση
the post or function properly or customarily occupied or served by another
πλεονέκτημα,ακμή,καλύτερος,εξόγκωμα,σταγόνα,υψίπεδο,Εσωτερική πίστα,πήδα,μόλυβδος,περιθώριο
ζημία,Μειονέκτημα,μειονέκτημα,αποτυχημένος,αναπηρία,Ευθύνη,μείον,πέναλτι,Απεργία,μπάρα
std => std, staysail => σταύρος **(stávros), stays => μένει, stayman winesap => Στέιμαν Γουάινσαπ, stayman => Στέιμαν,