Greek Meaning of mystic
μυστικός
Other Greek words related to μυστικός
- μαγεία
- μαγικός
- εκπληκτικός
- γοητευτικός
- μαντεύω
- γοητευμένος
- μαγευτικός
- θαυμαστός
- μεταφυσικός
- ιερός
- απόκρυφο
- περίεργος
- εκπληκτικός
- Εκπληκτικός
- καταπληκτικός
- μαγεμένος
- γοητευτικός
- εξορκισμός
- εξαιρετικός
- καταπληκτικός
- πρόβλεψη
- θαυμάσιος
- θαυματουργός
- Παραφυσικό
- προφητικός
- πρόβλεψη
- μαγεμένος
- εκπληκτικός
- εκπληκτικός
- υψηλός
- υπερφυσικός
- Παράξενος
- πρόθυμος
- θαυμαστός
Nearest Words of mystic
Definitions and Meaning of mystic in English
mystic (n)
someone who believes in the existence of realities beyond human comprehension
mystic (s)
having an import not apparent to the senses nor obvious to the intelligence; beyond ordinary understanding
mystic (a)
relating to or resembling mysticism
relating to or characteristic of mysticism
mystic (a.)
Alt. of Mystical
mystic (n.)
One given to mysticism; one who holds mystical views, interpretations, etc.; especially, in ecclesiastical history, one who professed mysticism. See Mysticism.
FAQs About the word mystic
μυστικός
someone who believes in the existence of realities beyond human comprehension, having an import not apparent to the senses nor obvious to the intelligence; beyo
μαγεία,μαγικός,εκπληκτικός,γοητευτικός,μαντεύω,γοητευμένος,μαγευτικός,θαυμαστός,μεταφυσικός,ιερός
συνηθισμένος,κάθε μέρα,φυσιολογικός,συνηθισμένος,πεζός,ρουτίνα,ασήμαντος,συνήθης,συνηθισμένο,μέτριος
mystery story => αστυνομικό μυθιστόρημα, mystery play => Μυστήριο, mystery novel => Αστυνομικό μυθιστόρημα, mystery => Μυστήριο, mysterizing => μυστηριώδης,