Greek Meaning of mystifier

μυστικοπαθής

Other Greek words related to μυστικοπαθής

Definitions and Meaning of mystifier in English

Wordnet

mystifier (n)

a particularly baffling problem that is said to have a correct solution

FAQs About the word mystifier

μυστικοπαθής

a particularly baffling problem that is said to have a correct solution

μπερδεύω,μπερδέψω,αποσυντονίζω,συγχέω,μπερδεμένος,παζλ,μπερδεμένος,εξαπατώ,ρυθμός,θολώνω

διαβεβαιώ,ικανοποιώ,πληροφορώ,καθησυχάζω,φωτίζω

mystified => μπερδεμένος, mystificator => Μυστικιστής, mystification => μυστικοποίηση, mysticism => Μυστικισμός, mysticeti => Μυστικοκήτη,