Greek Meaning of mystify
αποπροσανατολίζω
Other Greek words related to αποπροσανατολίζω
- μπερδεύω
- μπερδέψω
- αποσυντονίζω
- συγχέω
- μπερδεμένος
- παζλ
- μπερδεμένος
- εξαπατώ
- ρυθμός
- θολώνω
- αποπροσανατολίζω
- ενοχλώ
- Bούβαλος
- Μπερδεύω
- αποδιοργανώνω
- αποπροσανατολίζω
- ενοχλώ
- εκνευρίζω
- αποσυντονίζω
- ταραχή
- αλεπού
- μπερδεύω
- πάρει
- χαλίκι
- Λαβύρινθος
- χάος
- λασπωμένος
- Πόζα
- κουδουνίστρα
- ζαλίζω
- αναστατώνω
- αναστατωμένος
- ενοχλώ
- ντροπιάζω
- αναταράζω
- ξεγελώ
- Ντροπή
- εξαπατώ
- εξαπατώ
- εξαπατώ
- απογοητεύω
- δυσφορία
- ταράζω
- αμηχανία
- αποθαρρύνω
- Απογοήτευση
- ανησυχία
- δυσφορία
- εξαπατώ
- φάση
- φάρσα
- Απατώ
- μούφα
- παραπλανάω
- Παραπλανάω
- ταπεινώνω
- μπερδεύω
- Διαταράσσω
- χιόνι
- ραβδί
- κούτσουρο
- τέχνασμα
- βγάζω από τις άρρηκτες
- εκπλήσσει κανέναν
- Πάω στο κεφάλι
- Με τρομάζεις
Nearest Words of mystify
Definitions and Meaning of mystify in English
mystify (v)
be a mystery or bewildering to
make mysterious
mystify (v. t.)
To involve in mystery; to make obscure or difficult to understand; as, to mystify a passage of Scripture.
To perplex the mind of; to puzzle; to impose upon the credulity of ; as, to mystify an opponent.
FAQs About the word mystify
αποπροσανατολίζω
be a mystery or bewildering to, make mysteriousTo involve in mystery; to make obscure or difficult to understand; as, to mystify a passage of Scripture., To per
μπερδεύω,μπερδέψω,αποσυντονίζω,συγχέω,μπερδεμένος,παζλ,μπερδεμένος,εξαπατώ,ρυθμός,θολώνω
διαβεβαιώ,ικανοποιώ,πληροφορώ,καθησυχάζω,φωτίζω
mystifier => μυστικοπαθής, mystified => μπερδεμένος, mystificator => Μυστικιστής, mystification => μυστικοποίηση, mysticism => Μυστικισμός,