Greek Meaning of buffalo
Bούβαλος
Other Greek words related to Bούβαλος
- εξαπατώ
- Παιδί
- χιόνι
- τέχνασμα
- εξαπατώ
- ξεγελώ
- μπλόφα
- καίω
- aρπάζω
- εξαπάτηση
- απάτη
- εξαπατώ
- εξαπατώ
- εξαπατώ
- γκάφα
- Χοιρομέρι
- Γλάρος
- έχω
- φοράω
- φάρσα
- Απατώ
- εξαπατώ
- μούφα
- ζογκλάρω
- παραπλανάω
- Παραπλανώ
- Παραπλανάω
- σνούκερ
- παρωδία
- τσίμπημα
- Αναβάλλω
- ρουφώ
- παίρνω
- πειράζω
- φιντάρισμα
- Ξεγελώ κάποιον και τον οδηγώ σε λάθος δρόμο
- παραπλανώ κάποιον
- κανω πλάκα σε κάποιον
- Να παραπλανάς κάποιον
- Αιμορραγώ
- Κοπίδι
- απατώ
- εξαπατάν, γελοιοποιώ
- γιούκερ
- μαλλί πρόβατου
- απάτη
- φασαρία
- πρόστιμο
- βάζω
- πύργος
- δέρμα
- πιέζω
- ραβδί
- απάτη
- κάνω έναν αριθμό
- Κλέφτης
Nearest Words of buffalo
- buffalo bill => Μπάφαλο Μπιλ
- buffalo bill cody => Μπάφαλο Μπιλ Κόντι
- buffalo bill's wild west show => Η Άγρια Δύση του Μπάφαλο Μπιλ
- buffalo bur => βίδα
- buffalo carpet beetle => Άνθρηνος
- buffalo chip => Ξηρή κοπριά βούβαλου
- buffalo clover => Τριφύλλι βουβαλιού
- buffalo fish => Βίσονας
- buffalo gnat => Σκνίπα βουβαλιού
- buffalo gourd => Κολοκύθα
Definitions and Meaning of buffalo in English
buffalo (n)
large shaggy-haired brown bison of North American plains
a city on Lake Erie in western New York (near Niagara Falls)
meat from an American bison
any of several Old World animals resembling oxen including, e.g., water buffalo; Cape buffalo
buffalo (v)
intimidate or overawe
buffalo (n.)
A species of the genus Bos or Bubalus (B. bubalus), originally from India, but now found in most of the warmer countries of the eastern continent. It is larger and less docile than the common ox, and is fond of marshy places and rivers.
A very large and savage species of the same genus (B. Caffer) found in South Africa; -- called also Cape buffalo.
Any species of wild ox.
The bison of North America.
A buffalo robe. See robe, below.
The buffalo fish. See fish, below.
FAQs About the word buffalo
Bούβαλος
large shaggy-haired brown bison of North American plains, a city on Lake Erie in western New York (near Niagara Falls), meat from an American bison, any of seve
εξαπατώ,Παιδί,χιόνι,τέχνασμα,εξαπατώ,ξεγελώ,μπλόφα,καίω,aρπάζω,εξαπάτηση
αποκαλύπτω,εκθέτω,αποκαλύπτω,εμφανίζομαι,λέω,αποκαλύπτουν,Αποκαλύπτω,ξεσκεπάζω,αποκαλύπτω,απογοήτευση
buffa => μπουφα, buff => μπάφερ, buenos aires => Μπουένος Άιρες, buena vista => Μπουένα Βίστα, budorcas taxicolor => Takin,