Greek Meaning of budging
ταλαντευόμενος
Other Greek words related to ταλαντευόμενος
Nearest Words of budging
Definitions and Meaning of budging in English
budging (p. pr. & vb. n.)
of Budge
FAQs About the word budging
ταλαντευόμενος
of Budge
υπόκλιση,παραδεχόμενος,επιεικής,υποβάλλει,υποκύπτοντας,παράδοση,τρεμοπαίζοντας,υποχωρώντας,παραχώρηση,διακοπή καπνίσματος
ανταγωνιζόμενος,μάχη,αντιστάμενο,πολεμώντας,καταπολέμηση,Καταπολέμηση,αντιπαράθεση,αντιμετώπιση,αψηφώντας,απέναντι
budgie => φυλλοσκόπος, budgetary => προϋπολογισμικός, budget items => Στοιχεία προϋπολογισμού, budget for => Προϋπολογισμός για, budget deficit => δημοσιονομικό έλλειμμα,