Greek Meaning of debunk

αποκαλύπτω

Other Greek words related to αποκαλύπτω

Definitions and Meaning of debunk in English

Wordnet

debunk (v)

expose while ridiculing; especially of pretentious or false claims and ideas

FAQs About the word debunk

αποκαλύπτω

expose while ridiculing; especially of pretentious or false claims and ideas

διαψεύδω,πρόκληση,δυσφήμηση,διαψεύδω,παραποιώ,ανατρέπω,αντικρούω,αρνούμαι,Μπερδεύω,Αντικρούειν

επιβεβαιώνω,καθιερώστε,αποδεικνύω,Δείχνω,υποστήριξη,επικυρώνω,επαληθεύω,βεβαιώνω,επιβεβαιώνω,αποδεικνύω

debulliate => ξεφλουδίζω, debulition => αβουλία, debugger => Εντοπιστής σφαλμάτων, debug => εντοπισμός σφαλμάτων, debtor => οφειλέτης,