Greek Meaning of debtless
Αχρεώστητος
Other Greek words related to Αχρεώστητος
Nearest Words of debtless
Definitions and Meaning of debtless in English
debtless (a.)
Free from debt.
FAQs About the word debtless
Αχρεώστητος
Free from debt.
χρέος,υποχρεώσεις,υποχρέωση,σκορ,καθυστέρηση,καθυστερήσεις,πτώχευση,ομόλογο,Ευθύνη,χρέωση
Αποπληρωμή,περιουσιακό στοιχείο,Аποδεικτικό,ησυχία
debtee => οφειλέτης, debted => χρεωμένος, debt limit => Όριο χρέους, debt instrument => Χρεόγραφο, debt ceiling => ανώτατο όριο χρέους,