Greek Meaning of unmask
ξεσκεπάζω
Other Greek words related to ξεσκεπάζω
- αποκαλύπτω
- ανακαλύπτω
- εκθέτω
- αποκαλύπτω
- λέω
- αποκαλύπτουν
- ανακοινώνω
- Γυμνός
- αποκαλύπτω
- διαρροή
- κοινοποιώ
- διαρροή
- αποκαλύπτω
- αποκαλύπτω
- αποκαλύπτω
- αναγνωρίζω
- ομολογώ
- διαφημίζω
- ομολογώ
- προδίδω
- κουτσομπολεύω
- φλόγα
- φέρνω έξω
- μετάδοση
- επικοινωνώ
- παραδέχομαι
- ομολογώ
- εμπιστεύομαι
- αποκαλύπτω
- _δηλώνω_
- εκταφή
- χαρίζω
- παρέχει
- πληροφορώ
- ιδιο
- ανάρτηση
- ανακηρύσσω
- διακήρυξη
- διαφημίζω
- δημοσιεύω
- σχετίζεσθαι
- εμφανίζομαι
- μιλάω
- εξομολογούμαι
- Ξεντύνομαι
- Δημοσιοποιώ (σε)
- αφήνω να γίνει κατανοητό (για)
- Βγάλω το φίδι απ' την τρύπα (για)
- ξεφουρνίζω μυστικά (για)
Nearest Words of unmask
Definitions and Meaning of unmask in English
unmask (v)
reveal the true nature of
take the mask off
unmask (v. t.)
To strip of a mask or disguise; to lay open; to expose.
unmask (v. i.)
To put off a mask.
FAQs About the word unmask
ξεσκεπάζω
reveal the true nature of, take the mask offTo strip of a mask or disguise; to lay open; to expose., To put off a mask.
αποκαλύπτω,ανακαλύπτω,εκθέτω,αποκαλύπτω,λέω,αποκαλύπτουν,ανακοινώνω,Γυμνός,αποκαλύπτω,διαρροή
Μανδύας,κρύβω,μεταμφίεση,κρύβω,Μάσκα,πέπλο,κάλυμμα (πάνω),καμουφλάζ,περιβάλλω,σάβανο
unmasculate => μη αρρενωπός, unmartyr => Μη μάρτυρας, unmarry => χωρίζω, unmarried woman => Άγαμη γυναίκα, unmarried man => Άγαμος άνδρας,