Greek Meaning of mystique
μυστική
Other Greek words related to μυστική
- ατμόσφαιρα
- ένσταση
- αρώματα
- ατμόσφαιρα
- ελκυστικότητα
- αύρα
- φωτοστέφανος
- φωτοστέφανος
- γοητεία
- γοητεία
- νιώθω
- Γεύση
- γοητεία
- μαγεία
- Ρομαντισμός
- μυρωδιά
- αέρας
- γοητεία
- περιβάλλον
- γοητεία
- Χάρισμα
- κλίμα
- μαγεία
- συναίσθημα
- γοητεία
- φωτοστέφανος
- κάρμα
- μαγνητισμός
- διάθεση
- άλω
- οσμή
- πατίνα
- περιστασιακός
- αίσθηση
- αίσθηση
- πνεύμα
- ταμπεραμέντο
- σημείωση
- όρεξη
- Λάμψη (literally, "shine")
- δόνηση(εις)
Nearest Words of mystique
Definitions and Meaning of mystique in English
mystique (n)
an aura of heightened value or interest or meaning surrounding a person or thing
FAQs About the word mystique
μυστική
an aura of heightened value or interest or meaning surrounding a person or thing
ατμόσφαιρα,ένσταση,αρώματα,ατμόσφαιρα,ελκυστικότητα,αύρα,φωτοστέφανος,φωτοστέφανος,γοητεία,γοητεία
No antonyms found.
mystifying => μυστηριώδης, mystify => αποπροσανατολίζω, mystifier => μυστικοπαθής, mystified => μπερδεμένος, mystificator => Μυστικιστής,