Greek Meaning of pizzazz
περιστασιακός
Other Greek words related to περιστασιακός
Nearest Words of pizzazz
Definitions and Meaning of pizzazz in English
pizzazz (n)
the activeness of an energetic personality
FAQs About the word pizzazz
περιστασιακός
the activeness of an energetic personality
γοητεία,ένσταση,ελκυστικότητα,Χάρισμα,γοητεία,επιθυμητότητα,γοητεία,γοητεία,γοητεία,μαγεία
απώθηση,απωθητικότητα,δυσάρεστος,προσβλητικότητα,δυσάρεστο,Αποστροφή,απεχθές
pizza shop => Πιτσαρία, pizza pie => πίτα πίτσα, pizza parlor => Πιτσαρία, pizza => πίτσα, pizarro => Πιζάρο,