Greek Meaning of unpleasantness
δυσάρεστο
Other Greek words related to δυσάρεστο
- κακοποίηση
- Ακρότητα
- Αποστροφή
- ατιμία
- αηδία
- απεχθές
- προσβλητικότητα
- απωθητικότητα
- απέχθεια
- απωθητικότητα
- ανεπιθυμία
- αγριότητα
- αναλήθεια
- σκανταλιά
- προσβλητικότητα
- διαστροφή
- Εκτροπή
- διαστροφή
- κατακριτέο
- απαράδεκτοτητα
- κακία
- κατσαρότητα
- χυδαιότητα
- εύρος
- διαφθορά
- Διαφθορά
- Γήινη ποιότητα
- παιχνιδιάρικο
- Αιδημοσύνη
- ταπεινότητα
- Αλατότητα
- απρέπεια
- εξαιρετικότητα
- διαστροφή
- Κατακριτέο
- υπαινικτικότητα
Nearest Words of unpleasantness
Definitions and Meaning of unpleasantness in English
unpleasantness (n)
the feeling caused by disagreeable stimuli; one pole of a continuum of states of feeling
the quality of giving displeasure
FAQs About the word unpleasantness
δυσάρεστο
the feeling caused by disagreeable stimuli; one pole of a continuum of states of feeling, the quality of giving displeasure
κακοποίηση,Ακρότητα,Αποστροφή,ατιμία,αηδία,απεχθές,προσβλητικότητα,απωθητικότητα,απέχθεια,απωθητικότητα
Καταλληλότητα,ορθότητα,ευπρέπεια,decorum,αυταρέσκεια,Φιλαρέσκεια,υποκρισία,ντροπαλότητα,πουριτανισμός,αξιοπρέπεια
unpleasantly => δυσάρεστα, unpleasant woman => Δυσάρεστη γυναίκα, unpleasant person => Δυσάρεστος άνθρωπος, unpleasant => δυσάρεστος, unpleaded => ακάλεστος,