FAQs About the word prudishness

ντροπαλότητα

excessive or affected modesty

ηθικισμός,πουριτανισμός,ηθική,υποκρισία,κομστέκερι,Καλό κορίτσι,σοβαροφάνεια,αυταρέσκεια,Φιλαρέσκεια,αρετή

ακολασία,φιλελευθερισμός,φαγούρα,Λιμπερτινισμός

prudishly => Πολύ σεμνά, prudish => Πουριτανικός, prudhoe bay => Κόλπος Προύντχο, prudery => υποκρισία, prudently => με σύνεση,