Greek Meaning of spotlessness

Αιθρία

Other Greek words related to Αιθρία

Definitions and Meaning of spotlessness in English

Wordnet

spotlessness (n)

the state of being spotlessly clean

FAQs About the word spotlessness

Αιθρία

the state of being spotlessly clean

καθαριότητα,αγνότητα

Ντινγκ,σκοτεινότητα,βρωμιά,αποχρωματισμός,σκόνη,βρωμιά,βρωμιά,βρωμιά,βρομιά,κακία

spotlessly => Αμώμητος, spotless => άψογος, spot-check => Δειγματοληπτικός έλεγχος, spot welding => Στιγμαστική συγκόλληση, spot welder => Συσκευή συγκόλλησης με κουκίδα,