Greek Meaning of spotlessness
Αιθρία
Other Greek words related to Αιθρία
Nearest Words of spotlessness
- spotlessly => Αμώμητος
- spotless => άψογος
- spot-check => Δειγματοληπτικός έλεγχος
- spot welding => Στιγμαστική συγκόλληση
- spot welder => Συσκευή συγκόλλησης με κουκίδα
- spot weld => Συγκόλληση με αντίσταση
- spot stroke => σημείο παλμού
- spot promote => προώθηση επί τόπου
- spot price => Τρέχουσα τιμή
- spot pass => Spotpass
- spotlight => προβολέας
- spots => κηλίδες
- spotsylvania => Σποτσυλβάνια
- spotted => Στιγμένος
- spotted antbird => Κηλιδωτός μυρμηγκοφάγος
- spotted barramundi => Γκρίζος μπαραμούντι
- spotted bat => Νυχτερίδα με κηλίδες
- spotted black bass => Μπαρμπούνι κηλιδωτό
- spotted bonytongue => Βιβλάκι με κουκίδες
- spotted coral root => Κοραλλόριζα η κηλιδωτή
Definitions and Meaning of spotlessness in English
spotlessness (n)
the state of being spotlessly clean
FAQs About the word spotlessness
Αιθρία
the state of being spotlessly clean
καθαριότητα,αγνότητα
Ντινγκ,σκοτεινότητα,βρωμιά,αποχρωματισμός,σκόνη,βρωμιά,βρωμιά,βρωμιά,βρομιά,κακία
spotlessly => Αμώμητος, spotless => άψογος, spot-check => Δειγματοληπτικός έλεγχος, spot welding => Στιγμαστική συγκόλληση, spot welder => Συσκευή συγκόλλησης με κουκίδα,