Greek Meaning of spotlessly

Αμώμητος

Other Greek words related to Αμώμητος

Definitions and Meaning of spotlessly in English

Wordnet

spotlessly (r)

in a spotless manner

FAQs About the word spotlessly

Αμώμητος

in a spotless manner

Καθαρά,άψογα,παρθένικα,προσεκτικά,κομψά,με μοντέρνο τρόπο,σχολαστικά,λεπτομερώς,σχολαστικά,με στυλ

άκομψα,πρόχειρα,ατημέλητος,φτωχικά,άσχημος,ακατάστατα,άσχημα,ατημέλητα,φτωχικά,ατημέλητος

spotless => άψογος, spot-check => Δειγματοληπτικός έλεγχος, spot welding => Στιγμαστική συγκόλληση, spot welder => Συσκευή συγκόλλησης με κουκίδα, spot weld => Συγκόλληση με αντίσταση,