Greek Meaning of dowdily
φτωχικά
Other Greek words related to φτωχικά
Nearest Words of dowdily
Definitions and Meaning of dowdily in English
dowdily (r)
in a dowdy unfashionable manner
FAQs About the word dowdily
φτωχικά
in a dowdy unfashionable manner
χάος,πρόχειρα,ατημέλητος,φτωχικά,ατημέλητος,ακατάστατα,σκοτεινά,βρώμικα,βρώμικα,άσχημος
προσεγμένα,οργανωμένος,έντονα,έξυπνος,έξυπνα,προσεκτικά,Καθαρά,με μοντέρνο τρόπο,κομψά,Κομψά
dowdies => ντιβάνι, dowcet => [Not Found], dowager's hump => Καμπούρα χήρας, dowagerism => χηρεία, dowager => χήρα βασίλισσα,