Greek Meaning of fashionably

με μοντέρνο τρόπο

Other Greek words related to με μοντέρνο τρόπο

Definitions and Meaning of fashionably in English

Wordnet

fashionably (r)

in a fashionable manner

Webster

fashionably (adv.)

In a fashionable manner.

FAQs About the word fashionably

με μοντέρνο τρόπο

in a fashionable mannerIn a fashionable manner.

κομψά,με στυλ,προσεγμένα,με στυλ,προσεκτικά,τολμηρά,σχολαστικά,λεπτομερώς,σχολαστικά,κομψά

άκομψα,πρόχειρα,ατημέλητος,φτωχικά,ακατάστατα,άσχημα,ατημέλητα,φτωχικά,ατημέλητος,ακατάστατα

fashionableness => μόδα, fashionable => μοντέρνος, fashion plate => Μόδα επιπέδου, fashion model => Μοντέλο, fashion industry => βιομηχανία μόδας,