Greek Meaning of fashioner
σχεδιαστής μόδας
Other Greek words related to σχεδιαστής μόδας
- Μανία
- ενθουσιασμός
- τελευταίος
- οργή
- στυλ
- τάση
- Βογκ
- βούισμα
- σικ
- μόδα
- Γεύση
- πηγαίνω
- τελευταία λέξη
- λειτουργία
- αίσθηση
- τόνος
- κίνημα
- σταυροφορία
- μεζούρα
- Λατρεία
- Τελευταία λέξη
- Θέρμη
- οργή
- φασαρία
- Καυτό εισιτήριο
- Θόρυβος
- κίνηση
- Νέο κύμα
- Θαύμα των εννέα ημερών
- ένα θαύμα εννέα ημερών
- καινοτομία
- πάθος
- λίστα εργασιών
- ιδιοτροπία
- ρυτίδα
Nearest Words of fashioner
- fashioned => διαμορφωμένο
- fashionably => με μοντέρνο τρόπο
- fashionableness => μόδα
- fashionable => μοντέρνος
- fashion plate => Μόδα επιπέδου
- fashion model => Μοντέλο
- fashion industry => βιομηχανία μόδας
- fashion designer => σχεδιαστής μόδας
- fashion consultant => Σύμβουλος μόδας
- fashion business => Βιομηχανία μόδας
Definitions and Meaning of fashioner in English
fashioner (n.)
One who fashions, forms, ar gives shape to anything.
FAQs About the word fashioner
σχεδιαστής μόδας
One who fashions, forms, ar gives shape to anything.
Μανία,ενθουσιασμός,τελευταίος,οργή,στυλ,τάση,Βογκ,βούισμα,σικ,μόδα
πρότυπο,κλασικός
fashioned => διαμορφωμένο, fashionably => με μοντέρνο τρόπο, fashionableness => μόδα, fashionable => μοντέρνος, fashion plate => Μόδα επιπέδου,