Greek Meaning of vogue
Βογκ
Other Greek words related to Βογκ
- μοντέρνος
- αγαπημένος
- δημοφιλής
- δημοφιλής
- μεγάλος
- επιθυμητός
- μοντέρνο
- ιδιότροπος
- διάσημος
- τι συμβαίνει
- ζεστό
- σε
- μεγάλος
- μοντέρνος
- ποπ
- προτιμότερος
- φλογερός
- μοντέρνος
- γιορτάζεται
- μυθικός
- καταπληκτικός
- διάσημος
- σημαντικός
- κορυφαία
- θρυλικός
- Μου άρεσε
- αξιοσημείωτος
- σημείωσε
- διαβόητος
- Εξαιρετικός
- εξέχων
- αξιοσημείωτος
- Διάσημος
- επιλεγμένα
- αναζητούμενος
- γνωστός
- ευχάριστος για το πλήθος
- ημερήσιου
- ημιλαϊκός
Nearest Words of vogue
Definitions and Meaning of vogue in English
vogue (n)
the popular taste at a given time
a current state of general acceptance and use
vogue (n.)
The way or fashion of people at any particular time; temporary mode, custom, or practice; popular reception for the time; -- used now generally in the phrase in vogue.
Influence; power; sway.
FAQs About the word vogue
Βογκ
the popular taste at a given time, a current state of general acceptance and useThe way or fashion of people at any particular time; temporary mode, custom, or
μοντέρνος,αγαπημένος,δημοφιλής,δημοφιλής,μεγάλος,επιθυμητός,μοντέρνο,ιδιότροπος,διάσημος,τι συμβαίνει
αντιπαθής,έξω,απορριπτόμενος,ξεπερασμένος,αντιδημοφιλής,περιφρονημένος,μισητός,ασήμαντος,ασαφής,μέτριος
vogle => Βόγλ, voe => Βόε, vodoun => βουντού, vodka martini => Βότκα Μάρτινι, vodka => βότκα,