Greek Meaning of indistinguished
αδιάφορος
Other Greek words related to αδιάφορος
Nearest Words of indistinguished
Definitions and Meaning of indistinguished in English
indistinguished (a.)
Indistinct.
FAQs About the word indistinguished
αδιάφορος
Indistinct.
Ανώνυμος,περιφρονημένος,μισητός,ασήμαντος,απορριπτόμενος,μέτριος,ασήμαντο,Άγνωστος,αντιπαθής,διακριτικός
μεγάλος,μοντέρνο,μοντέρνος,αγαπημένος,τι συμβαίνει,ζεστό,σε,μεγάλος,ποπ,δημοφιλής
indistinguishably => δυσδιάκριτα., indistinguishable => αδιαφοροποίητα, indistinguishability => Αδιαφοροποίητος, indistinctness => ασαφήνεια, indistinctly => ασαφώς,