Greek Meaning of indistinguishably
δυσδιάκριτα.
Other Greek words related to δυσδιάκριτα.
Nearest Words of indistinguishably
Definitions and Meaning of indistinguishably in English
indistinguishably (adv.)
In a indistinguishable manner.
FAQs About the word indistinguishably
δυσδιάκριτα.
In a indistinguishable manner.
ανεπαίσθητος,αόρατος,λεπτός,Αδύναμος,κρυμμένος,άυλος,ασήμαντος,ακατάληπτος,διακριτικός,ασαφής
αισθητός,ακουστός,διακριτός,διακριτός,παρατηρήσιμος,απτός,αντιληπτό,αναγνωρίσιμος,ε разумный,απτός
indistinguishable => αδιαφοροποίητα, indistinguishability => Αδιαφοροποίητος, indistinctness => ασαφήνεια, indistinctly => ασαφώς, indistinctive => αδιάφορος,