Greek Meaning of faddish

μοντέρνο

Other Greek words related to μοντέρνο

Definitions and Meaning of faddish in English

Wordnet

faddish (s)

intensely fashionable for a short time

FAQs About the word faddish

μοντέρνο

intensely fashionable for a short time

μοντέρνος,αγαπημένος,δημοφιλής,δημοφιλής,μεγάλος,επιθυμητός,ιδιότροπος,διάσημος,τι συμβαίνει,ζεστό

έξω,απορριπτόμενος,ξεπερασμένος,αντιδημοφιλής,περιφρονημένος,μισητός,αντιπαθής,ασήμαντος,ασαφής,μέτριος

faddily => παροδικά, fadaise => μαλακίες, fad diet => Μοντέρνα διατροφή, fad => μόδα, facundity => γονιμότητα,