Greek Meaning of dashingly

τολμηρά

Other Greek words related to τολμηρά

Definitions and Meaning of dashingly in English

Wordnet

dashingly (r)

in a highly fashionable manner

Webster

dashingly (adv.)

Conspicuously; showily.

FAQs About the word dashingly

τολμηρά

in a highly fashionable mannerConspicuously; showily.

κομψά,προσεγμένα,έντονα,έξυπνα,προσεκτικά,κομψά,με μοντέρνο τρόπο,με στυλ,οργανωμένος,γρήγορα

άκομψα,πρόχειρα,ατημέλητος,φτωχικά,ακατάστατα,άσχημα,ατημέλητα,φτωχικά,ατημέλητος,ακατάστατα

dashing hopes => Αναίρεση ελπίδων, dashing => αριστοκρατικός, dashiki => Ντασίκι, dashiell hammett => Ντάσιελ Χάμετ, dasher => dasher,