Greek Meaning of dowdyish

παλιομοδίτικος

Other Greek words related to παλιομοδίτικος

Definitions and Meaning of dowdyish in English

Webster

dowdyish (a.)

Like a dowdy.

FAQs About the word dowdyish

παλιομοδίτικος

Like a dowdy.

φουσκωμένος,φουσκωτός,ατημέλητος,ακατάστατος,τριχωτός,απρόσεκτος,ατημέλητος,ατημέλητος,ακατάστατος,ρυτιδωμένος

σικ,καλοντυμένος,αριστοκρατικός,μοντέρνος,μοντέρνος,κοφτερός,έξυπνος,έλατο,κομψό,προσεκτικός

dowdy => παλιομοδίτικος, dowding => Ντάουντινγκ, dowdiness => Αδιάφορη, dowdily => φτωχικά, dowdies => ντιβάνι,