FAQs About the word soilage

μόλυνση

the act of soiling, green crops for feeding confined animals

Ντινγκ,σκοτεινότητα,βρωμιά,σκόνη,βρωμιά,βρομιά,Χρώση,Ακαθαρσία,αποχρωματισμός,βρωμιά

καθαριότητα,αγνότητα,Αιθρία

soignée => Περιποιημένος, soigné => περιποιημένος, soft-soaping => κολακεύω, soft-soaped => κολακευμένο, soft-pedaling => υποβαθμίζοντας,