Greek Meaning of impureness

ακαθαρσία

Other Greek words related to ακαθαρσία

Definitions and Meaning of impureness in English

Wordnet

impureness (n)

the condition of being impure

Webster

impureness (n.)

The quality or condition of being impure; impurity.

FAQs About the word impureness

ακαθαρσία

the condition of being impureThe quality or condition of being impure; impurity.

Αδρότητα,Ακαμψία,βρωμιά,μεικτό,ακαθαρσία,ακολασία,ασέλγεια,χυδαιότητα,υπαινικτικότητα,κακοποίηση

Καταλληλότητα,ορθότητα,ευπρέπεια,decorum,Φυσική κατάσταση,αυταρέσκεια,Φιλαρέσκεια,υποκρισία,ντροπαλότητα,πουριτανισμός

impurely => ακάθαρτα, impure => Ακάθαρτος, impuration => ακαθαρσία, impunity => ατιμωρησία, impunibly => ατιμώρητα,