Greek Meaning of gaminess

παιχνιδιάρικο

Other Greek words related to παιχνιδιάρικο

Definitions and Meaning of gaminess in English

Wordnet

gaminess (n)

behavior or language bordering on indelicacy

FAQs About the word gaminess

παιχνιδιάρικο

behavior or language bordering on indelicacy

εύρος,Αδρότητα,Ακαμψία,αγένεια,βρωμιά,Γήινη ποιότητα,βρωμιά,ακαθαρσία,αναλήθεια,ακολασία

Καταλληλότητα,ορθότητα,ευπρέπεια,decorum,αυταρέσκεια,Φιλαρέσκεια,υποκρισία,ντροπαλότητα,πουριτανισμός,αξιοπρέπεια

gamine => κοριτσάκι, gamin => αλήτης, gamic => παιγνιώδους, gamey => Γιγαρτάδικος, gametophyte => γαμετόφυτο,