Greek Meaning of gamine

κοριτσάκι

Other Greek words related to κοριτσάκι

Definitions and Meaning of gamine in English

Wordnet

gamine (n)

a homeless girl who roams the streets

a girl of impish appeal

FAQs About the word gamine

κοριτσάκι

a homeless girl who roams the streets, a girl of impish appeal

αλήτης,ορφανός,γλουτοί,ερειπωμένο,Αλήτης,άστεγος,αλήτης,αλήτης,αλήτης,αλήτης

Ευκατάστατοι,H βαθιά τσέπη,Πλούσιος καπιταλιστής,εκατομμυριούχος,εκατομμυριούχος,πλούσιος,Πλουτοκράτης,δισεκατομμυριούχος,έχω,χαρτζιλικώματα

gamin => αλήτης, gamic => παιγνιώδους, gamey => Γιγαρτάδικος, gametophyte => γαμετόφυτο, gametophore => Γαμετόφυτο,