Greek Meaning of gamine
κοριτσάκι
Other Greek words related to κοριτσάκι
Nearest Words of gamine
- gaminess => παιχνιδιάρικο
- gaming => παιχνίδια
- gaming card => κάρτα παιχνιδιού
- gaming house => Σπίτι τυχερών παιχνιδιών
- gaming table => Τραπέζι παιχνιδιών
- gamma => γάμμα
- gamma acid => γ-αμινοβουτυρικό οξύ
- gamma aminobutyric acid => γ-αμινοβουτυρικό οξύ
- gamma globulin => Γ-σφαιρίνη
- gamma hydroxybutyrate => γ-υδροξυβουτυρικό οξύ
Definitions and Meaning of gamine in English
gamine (n)
a homeless girl who roams the streets
a girl of impish appeal
FAQs About the word gamine
κοριτσάκι
a homeless girl who roams the streets, a girl of impish appeal
αλήτης,ορφανός,γλουτοί,ερειπωμένο,Αλήτης,άστεγος,αλήτης,αλήτης,αλήτης,αλήτης
Ευκατάστατοι,H βαθιά τσέπη,Πλούσιος καπιταλιστής,εκατομμυριούχος,εκατομμυριούχος,πλούσιος,Πλουτοκράτης,δισεκατομμυριούχος,έχω,χαρτζιλικώματα
gamin => αλήτης, gamic => παιγνιώδους, gamey => Γιγαρτάδικος, gametophyte => γαμετόφυτο, gametophore => Γαμετόφυτο,