Greek Meaning of have-not

που δεν έχει

Other Greek words related to που δεν έχει

Definitions and Meaning of have-not in English

Wordnet

have-not (n)

a person with few or no possessions

FAQs About the word have-not

που δεν έχει

a person with few or no possessions

φτωχός και καταφρονεμένος,παρακατιανός,φτωχός,φτωχός,ζητιάνος,Αλήτης,άστεγος,ζητιάνος,αλήτης,ζητιάνος

Ευκατάστατοι,H βαθιά τσέπη,έχω,πλούσιος,Πλουτοκράτης,δισεκατομμυριούχος,Πλούσιος καπιταλιστής,εκατομμυριούχος,εκατομμυριούχος,επιτυχία

havener => λιμάνι, havened => καταφύγιο, havenage => λιμάνι, haven => λιμάνι, havelock => Χάβelock,