Greek Meaning of have to do with
σχετίζεται με
Other Greek words related to σχετίζεται με
Nearest Words of have to do with
Definitions and Meaning of have to do with in English
have to do with (v)
be relevant to
FAQs About the word have to do with
σχετίζεται με
be relevant to
εφαρμόζω,Ανήκω,Αναφέρω,σχετίζεσθαι,επηρεάζω,Ενδιαφέρον,ανήκω,συνεργάτης,αρκούδα,ανησυχία
εξαιρείς,ξεχάσω,παραλείπω,προσπερνώ,βούρτσισμα (προς τα πλάγια ή προς τα έξω),αδιαφορία,αμέλεια,παραβλέπω,απορρίπτω,ελαφρύ
have the distinction => έχει τη διάκριση, have the best => έχω το καλύτερο, have on => φοράω, have kittens => να έχω γατάκια, have it off => Ξεφορτωθείτε το,