Greek Meaning of having
έχοντας
Other Greek words related to έχοντας
Nearest Words of having
Definitions and Meaning of having in English
having (p. pr. & vb. n.)
of Have
having (n.)
Possession; goods; estate.
FAQs About the word having
έχοντας
of Have, Possession; goods; estate.
έλεγχος,χέρια,κατοχή,απόκτηση,κέρδος,φύλαξη
απώλεια,Κακοτοποθέτηση,στέρηση,στέρηση,Χάνομαι,δήμευση,χάσιμο,πέναλτι,στέρηση
havildar => λοχίας, havier => Χαβιέρ, haversian canal => Κανάλι του Χάβερς, haversian => Χαβερσίου, haversack => σακίδιο,