FAQs About the word having

έχοντας

of Have, Possession; goods; estate.

έλεγχος,χέρια,κατοχή,απόκτηση,κέρδος,φύλαξη

απώλεια,Κακοτοποθέτηση,στέρηση,στέρηση,Χάνομαι,δήμευση,χάσιμο,πέναλτι,στέρηση

havildar => λοχίας, havier => Χαβιέρ, haversian canal => Κανάλι του Χάβερς, haversian => Χαβερσίου, haversack => σακίδιο,