Greek Meaning of haw
χα (cha)
Other Greek words related to χα (cha)
- στρίφωμα
- Διστάζω
- διστάζω
- περιμένω
- υποχωρώ
- ισορροπία
- τριγυρνώ
- καθυστέρηση
- δισταγμός
- διστάζω
- σταματώ
- Μένω πίσω
- καθυστερώ
- παύση
- στοχάζομαι
- αναβολή
- δισταγμός
- παραπαίω
- τραντάζω
- διστάζω
- τρέμω
- κοτόπουλο (έξω)
- εξετάζω
- χασομεράω
- συζήτηση
- εσκεμμένος
- παλινδρομώ
- Φράχτης
- ταλαντεύω
- δισταγμός
- ταλάντευση
- τρεκλίζω
- Βάφλα
- ζυγίζω
Nearest Words of haw
- haw. => Χω
- hawaii => Χαβάη
- hawai'i => Χαβάη
- hawaii island => Χαβάη
- hawaii standard time => Προτυπο ώρα Χαβάης
- hawaii time => Ώρα Χαβάης
- hawaii volcanoes national park => Εθνικό πάρκο των ηφαιστείων της Χαβάης
- hawaiian => χαβανέζικος
- hawaiian capital => Πρωτεύουσα της Χαβάης
- hawaiian dancing => Χαβανέζικος χορός
Definitions and Meaning of haw in English
haw (n)
a spring-flowering shrub or small tree of the genus Crataegus
the nictitating membrane of a horse
haw (v)
utter `haw'
haw (n.)
A hedge; an inclosed garden or yard.
The fruit of the hawthorn.
The third eyelid, or nictitating membrane. See Nictitating membrane, under Nictitate.
An intermission or hesitation of speech, with a sound somewhat like haw! also, the sound so made.
haw (v. i.)
To stop, in speaking, with a sound like haw; to speak with interruption and hesitation.
To turn to the near side, or toward the driver; -- said of cattle or a team: a word used by teamsters in guiding their teams, and most frequently in the imperative. See Gee.
haw (v. t.)
To cause to turn, as a team, to the near side, or toward the driver; as, to haw a team of oxen.
FAQs About the word haw
χα (cha)
a spring-flowering shrub or small tree of the genus Crataegus, the nictitating membrane of a horse, utter `haw'A hedge; an inclosed garden or yard., The fruit o
στρίφωμα,Διστάζω,διστάζω,περιμένω,υποχωρώ,ισορροπία,τριγυρνώ,καθυστέρηση,δισταγμός,διστάζω
αποφασίζω,πρόοδος,συνεχίζω,Κατάδυση (σε),βουτάω (μέσα),ανακατεύω,προϋπολογισμός
havoc => καταστροφή, havior => Συμπεριφορά, having => έχοντας, havildar => λοχίας, havier => Χαβιέρ,