Greek Meaning of lasciviousness
ακολασία
Other Greek words related to ακολασία
- Αδρότητα
- Ακαμψία
- βρωμιά
- βρωμιά
- βρωμιά
- μεικτό
- ασέλγεια
- αισχρότητα
- χυδαιότητα
- ασέλγεια
- υπαινικτικότητα
- κακοποίηση
- Ακρότητα
- γαλάζιο
- εύρος
- αγένεια
- βρωμιά
- Αποστροφή
- βρωμιά
- ακαθαρσία
- ακαθαρσία
- ασέλγεια
- αναλήθεια
- ταπεινότητα
- κακία
- σκανταλιά
- προσβλητικότητα
- διαστροφή
- βλασφημία
- άσεμνος
- αισχρότητα
- χυδαιότητα
- διαφθορά
- Διαφθορά
- Γήινη ποιότητα
- παιχνιδιάρικο
- Αιδημοσύνη
- απρέπεια
- ατιμία
- αηδία
- προσβλητικότητα
- απεχθές
- διαστροφή
- Εκτροπή
- απωθητικότητα
- κατακριτέο
- απέχθεια
- απωθητικότητα
- Αλατότητα
- απαράδεκτοτητα
- απρέπεια
- ανεπιθυμία
- δυσάρεστο
- κακία
- ανανδρία
- κατσαρότητα
- διαστροφή
Nearest Words of lasciviousness
- lasek => Λέιζερ επιθηλιακή κερατεκτομή
- laser => λέιζερ
- laser beam => Δέσμη λέιζερ
- laser printer => Εκτυπωτής λέιζερ
- laser trabecular surgery => Λέιζερ λοβοχειλεκτομή
- laser-assisted in situ keratomileusis => Διαθλαστική χειρουργική κερατοεπιπεδόπλαστική με χρήση λέιζερ
- laser-assisted subepithelial keratomileusis => Υποεπιθηλιακή κερατομιλεόλυση με τη βοήθεια λέιζερ
- laserwort => Laserwort
- lash => Μάστιγα
- lash together => Δέσιμο μαζί
Definitions and Meaning of lasciviousness in English
lasciviousness (n)
feeling morbid sexual desire or a propensity to lewdness
FAQs About the word lasciviousness
ακολασία
feeling morbid sexual desire or a propensity to lewdness
Αδρότητα,Ακαμψία,βρωμιά,βρωμιά,βρωμιά,μεικτό,ασέλγεια,αισχρότητα,χυδαιότητα,ασέλγεια
ορθότητα,ευπρέπεια,decorum,αυταρέσκεια,Φιλαρέσκεια,υποκρισία,ντροπαλότητα,πουριτανισμός,αξιοπρέπεια,Καταλληλότητα
lasciviously => λαγνικά, lascivient => άσεμνος, lasciviency => ακολασία, lascious => λαγνικός, lascaux => Λασκώ,