Greek Meaning of lasek
Λέιζερ επιθηλιακή κερατεκτομή
Other Greek words related to Λέιζερ επιθηλιακή κερατεκτομή
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of lasek
- laser => λέιζερ
- laser beam => Δέσμη λέιζερ
- laser printer => Εκτυπωτής λέιζερ
- laser trabecular surgery => Λέιζερ λοβοχειλεκτομή
- laser-assisted in situ keratomileusis => Διαθλαστική χειρουργική κερατοεπιπεδόπλαστική με χρήση λέιζερ
- laser-assisted subepithelial keratomileusis => Υποεπιθηλιακή κερατομιλεόλυση με τη βοήθεια λέιζερ
- laserwort => Laserwort
- lash => Μάστιγα
- lash together => Δέσιμο μαζί
- lashed => μαστιγωμένος
Definitions and Meaning of lasek in English
lasek (n)
a refractive surgery procedure that reshapes the cornea
FAQs About the word lasek
Λέιζερ επιθηλιακή κερατεκτομή
a refractive surgery procedure that reshapes the cornea
No synonyms found.
No antonyms found.
lasciviousness => ακολασία, lasciviously => λαγνικά, lascivient => άσεμνος, lasciviency => ακολασία, lascious => λαγνικός,