Greek Meaning of profanity

βλασφημία

Other Greek words related to βλασφημία

Definitions and Meaning of profanity in English

Wordnet

profanity (n)

vulgar or irreverent speech or action

FAQs About the word profanity

βλασφημία

vulgar or irreverent speech or action

Κατάρα,βρίζω,βρισιά,γλώσσα,ορκίζω,Χυδαιολογία,βρισιά,κακή λέξη,επίθετο,τετραγράμματη λέξη

Καταλληλότητα,ορθότητα,ευπρέπεια,decorum,αυταρέσκεια,Φιλαρέσκεια,υποκρισία,ντροπαλότητα,πουριτανισμός,Φυσική κατάσταση

profaneness => βλασφημία, profanely => βλάσφημα, profaned => βεβηλωμένος, profane => βέβηλος, profanatory => βέβηλος,