Greek Meaning of profanity
βλασφημία
Other Greek words related to βλασφημία
Nearest Words of profanity
- profess => ομολογώ
- professed => επαγγελματικός
- professedly => δήθεν
- professing => ομολογώντας
- profession => επάγγελμα
- professional => επαγγελματίας
- professional association => Επαγγελματικός σύλλογος
- professional baseball => Επαγγελματικό μπέιζμπολ
- professional basketball => Επαγγελματικό μπάσκετ
- professional boxing => Επαγγελματική πυγμαχία
Definitions and Meaning of profanity in English
profanity (n)
vulgar or irreverent speech or action
FAQs About the word profanity
βλασφημία
vulgar or irreverent speech or action
Κατάρα,βρίζω,βρισιά,γλώσσα,ορκίζω,Χυδαιολογία,βρισιά,κακή λέξη,επίθετο,τετραγράμματη λέξη
Καταλληλότητα,ορθότητα,ευπρέπεια,decorum,αυταρέσκεια,Φιλαρέσκεια,υποκρισία,ντροπαλότητα,πουριτανισμός,Φυσική κατάσταση
profaneness => βλασφημία, profanely => βλάσφημα, profaned => βεβηλωμένος, profane => βέβηλος, profanatory => βέβηλος,