Greek Meaning of mussiness
Κάπνα
Other Greek words related to Κάπνα
Nearest Words of mussiness
Definitions and Meaning of mussiness in English
mussiness (n)
a state of confusion and disorderliness
FAQs About the word mussiness
Κάπνα
a state of confusion and disorderliness
ακαθαρσία,ακαθαρσία,ανθυγιεινές συνθήκες,Καταστροφή,αμέλεια,Δυστυχία,ακαταστασία,αποχρωματισμός,Καπνιά ,φτώχεια
καθαριότητα,αγνότητα,Αιθρία
musset => Μον ποντικός, mussel shrimp => Μύδια γαρίδα, mussel => Μύδι, mussed => ανακατεμένα, muss => Πρέπει,