Greek Meaning of mussing

ανακατώνοντας

Other Greek words related to ανακατώνοντας

Definitions and Meaning of mussing in English

Webster

mussing (p. pr. & vb. n.)

of Muss

FAQs About the word mussing

ανακατώνοντας

of Muss

συγκεχυμένος,ανησυχητικός,ανακάτεμα,Χαλασμένο,ενοχλητικός,αποδιοργανωτική,Ακατάστατο,μπερδεμένος,εξάρθρωση,διαταραχή

ρύθμιση,στοίχιση,διάταξη,διάταξη,Διάθεση,επένδυση,συγκρότηση,προετοιμασία,οργάνωση,περιοχή

mussiness => Κάπνα, musset => Μον ποντικός, mussel shrimp => Μύδια γαρίδα, mussel => Μύδι, mussed => ανακατεμένα,