Greek Meaning of mussing
ανακατώνοντας
Other Greek words related to ανακατώνοντας
- συγκεχυμένος
- ανησυχητικός
- ανακάτεμα
- Χαλασμένο
- ενοχλητικός
- αποδιοργανωτική
- Ακατάστατο
- μπερδεμένος
- εξάρθρωση
- διαταραχή
- Ανοργάνωτος
- ανησυχητικό
- κατακερματισμός
- ανακάτεμα
- Ανακατωμένος
- τσαλάκωμα
- συνωστισμός
- μπερδέματος
- λαγοκοιμισμένη
- αναστατωτικός
- (ανάμειξη)
- γρυλίζοντας
- αναστάτωση
- τραυλισμός
- αποδιοργανωτικό
- αποσυνθετικός
- διάρρηξη
- εμπλέκοντας
- μπλεγμένος
- ενοχλητικό
- χάνοντας (πάνω)
- Αναταραχή
- ανησυχητική
- ρύθμιση
- στοίχιση
- διάταξη
- διάταξη
- Διάθεση
- επένδυση
- συγκρότηση
- προετοιμασία
- οργάνωση
- περιοχή
- Ρυθμιστικό
- τακτοποίηση
- ευθυγράμμιση
- σχέδιο
- ουρά
- ευθυγράμμιση (προς τα πάνω)
- ταξινόμηση
- κωδικοποίηση
- επιδιόρθωση
- περιποίηση
- Μακιγιάζ
- στέκομαι στην ουρά
- ουρά
- συστηματοποιώντας
- μεθοδικός
- ομορφαίνω (κάτι)
- συστηματοποίηση
Nearest Words of mussing
Definitions and Meaning of mussing in English
mussing (p. pr. & vb. n.)
of Muss
FAQs About the word mussing
ανακατώνοντας
of Muss
συγκεχυμένος,ανησυχητικός,ανακάτεμα,Χαλασμένο,ενοχλητικός,αποδιοργανωτική,Ακατάστατο,μπερδεμένος,εξάρθρωση,διαταραχή
ρύθμιση,στοίχιση,διάταξη,διάταξη,Διάθεση,επένδυση,συγκρότηση,προετοιμασία,οργάνωση,περιοχή
mussiness => Κάπνα, musset => Μον ποντικός, mussel shrimp => Μύδια γαρίδα, mussel => Μύδι, mussed => ανακατεμένα,