Greek Meaning of dishevelling

μπερδεμένος

Other Greek words related to μπερδεμένος

Definitions and Meaning of dishevelling in English

Webster

dishevelling ()

of Dishevel

FAQs About the word dishevelling

μπερδεμένος

of Dishevel

ανησυχητικός,ανησυχητικό,συγκεχυμένος,ενοχλητικός,αποδιοργανωτική,αποδιοργανωτικό,αποσυνθετικός,διάρρηξη,εξάρθρωση,διαταραχή

στοίχιση,διάταξη,διάταξη,Διάθεση,επένδυση,συγκρότηση,προετοιμασία,οργάνωση,περιοχή,Ρυθμιστικό

dishevelled => ατημέλητος, disheveling => Ακατάστατο, disheveled => αχτένιστος, dishevele => αχτένιστος, dishevel => ατημέλητος,