Greek Meaning of disheveling

Ακατάστατο

Other Greek words related to Ακατάστατο

Definitions and Meaning of disheveling in English

Webster

disheveling (p. pr. & vb. n.)

of Dishevel

FAQs About the word disheveling

Ακατάστατο

of Dishevel

ανησυχητικός,ανησυχητικό,συγκεχυμένος,ενοχλητικός,αποδιοργανωτική,αποδιοργανωτικό,αποσυνθετικός,διάρρηξη,εξάρθρωση,διαταραχή

στοίχιση,διάταξη,διάταξη,Διάθεση,επένδυση,συγκρότηση,προετοιμασία,οργάνωση,περιοχή,Ρυθμιστικό

disheveled => αχτένιστος, dishevele => αχτένιστος, dishevel => ατημέλητος, disheritor => αποκληρωτής, αποκληρώτρια, disheriting => αποκλήρωση,

Shares
sharethis sharing button Share
whatsapp sharing button Share
facebook sharing button Share
twitter sharing button Tweet
messenger sharing button Share
arrow_left sharing button
arrow_right sharing button