Greek Meaning of discomposing

αποσυνθετικός

Other Greek words related to αποσυνθετικός

Definitions and Meaning of discomposing in English

Webster

discomposing (p. pr. & vb. n.)

of Discompose

FAQs About the word discomposing

αποσυνθετικός

of Discompose

ανησυχητικό,τρομακτικό,ανησυχητικό,ανησυχητική,δυσάρεστος,ανησυχητικός,αποθαρρυντικός,ανησυχητικός,οδυνηρός,φρικτός

καθησυχαστικός,κατακάθιση,καταπραϋντικός,ελπιδοφόρος,παρηγορητικός,ονειρικός,ελκυστικό ,χαλαρωτικό,ηρεμιστικό,κατευναστικός

discomposed => αναστατωμένος, discompose => ταράζω, discompliance => μη συμμόρφωση, discomplexion => δυσχρωμία, discompany => Διάλυση εταιρείας,