Greek Meaning of relaxing

χαλαρωτικό

Other Greek words related to χαλαρωτικό

Definitions and Meaning of relaxing in English

Wordnet

relaxing (a)

affording physical or mental rest

Webster

relaxing (p. pr. & vb. n.)

of Relax

FAQs About the word relaxing

χαλαρωτικό

affording physical or mental restof Relax

καταπραϋντικός,ελπιδοφόρος,κατευναστικός,καταπραϋντικό,ηρεμιστικό,ονειρικός,υπνωτικός,κατευναστικός,ηρεμιστικό,αναλγητικό

οδυνηρός,διεγερτικό,αγχωτικό,κουραστικός,ανησυχητικό,Προσπαθώντας,ανησυχητική,ανησυχητικός,επιδεινούμενος,ενοχλητικό

relaxin => ρελαξίνη, relaxer => χαλαρωτικό, relaxed => χαλαρός, relaxative => χαλαρωτικό, relaxation time => χρόνος χαλάρωσης,