Greek Meaning of deadening
νεκρωτικό
Other Greek words related to νεκρωτικό
- οδυνηρός
- διεγερτικό
- αγχωτικό
- κουραστικός
- ανησυχητικό
- Προσπαθώντας
- ανησυχητική
- ανησυχητικός
- επιδεινούμενος
- ενοχλητικό
- ανησυχητικό
- απογοητευτικός
- ενοχλητικός
- ερεθιστικός
- τρελός
- διεγερτικό
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- ενεργειακός
- εκνευριστικός
- Ενοχλητικός
- σίτα
- παρενόχληση
- τονωτικός
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
Nearest Words of deadening
Definitions and Meaning of deadening in English
deadening (n)
the act of making something futile and useless (as by routine)
deadening (s)
so lacking in interest as to cause mental weariness
deadening (p. pr. & vb. n.)
of Deaden
FAQs About the word deadening
νεκρωτικό
the act of making something futile and useless (as by routine), so lacking in interest as to cause mental wearinessof Deaden
αναλγητικό,αναισθητικό,ανώδυνος,αντικαταθλιπτικό,υπνωτικός,μουδιαστικό,Αντικαταθλιπτικό,Αντικαταθλιπτικό,Αντικαταθλιπτικό,αντιστρες
οδυνηρός,διεγερτικό,αγχωτικό,κουραστικός,ανησυχητικό,Προσπαθώντας,ανησυχητική,ανησυχητικός,επιδεινούμενος,ενοχλητικό
deadener => σιγαστήρας, deadened => νεκρωμένο, dead-end street => Αδιέξοδος, dead-end => Αδιέξοδο, deaden => αποδυναμώνω,