Greek Meaning of deadener

σιγαστήρας

Other Greek words related to σιγαστήρας

Definitions and Meaning of deadener in English

Webster

deadener (n.)

One who, or that which, deadens or checks.

FAQs About the word deadener

σιγαστήρας

One who, or that which, deadens or checks.

υγραίνω,αποχέτευση,εξασθενίζω,εξάτμιση,υπονομεύω,εξασθενώ,Ευνουχίζω,υγρός,εξασθενίζω,Αφυδατώνω

ξυπνώ,ενεργοποιώ,ζωντανεύω,αναζωογονώ,επιταχύνω,ξυπνήσω,διεγείρω,ανακατεύω,ζωογονώ,αναζωογονώ

deadened => νεκρωμένο, dead-end street => Αδιέξοδος, dead-end => Αδιέξοδο, deaden => αποδυναμώνω, deadborn => Νεκρός,