Greek Meaning of tumbling

λαγοκοιμισμένη

Other Greek words related to λαγοκοιμισμένη

Definitions and Meaning of tumbling in English

Wordnet

tumbling (n)

the gymnastic moves of an acrobat

Webster

tumbling (p. pr. & vb. n.)

of Tumble

Webster

tumbling ()

a. & vb. n. from Tumble, v.

FAQs About the word tumbling

λαγοκοιμισμένη

the gymnastic moves of an acrobatof Tumble, a. & vb. n. from Tumble, v.

πτώση,ολίσθηση,σκοντάφτοντας,ανατροπή,σκόνταμμα,καταρρέων,συντριβή,τσαλακώνω,αφήνω να πέσει,βουτιά

αυξανόμενος,όρθιος (πάνω),εξέγερση,σηκώνομαι

tumbleweed => Λύχνος αιολίας, tumblerfuls => Γεμάτα ποτήρια, tumblerful => γεμάτο ποτήρι, tumbler pigeon => Γυριστική περιστερά, tumbler => ποτήρι,