Greek Meaning of keeling

καρίνα

Other Greek words related to καρίνα

Definitions and Meaning of keeling in English

Webster

keeling (p. pr. & vb. n.)

of Keel

Webster

keeling (n.)

A cod.

FAQs About the word keeling

καρίνα

of Keel, A cod.

καταρρέων,τσαλακώνω,πτώση,τούμπα,πλονκινγκ,αφήνω να πέσει,τσίμπωμα,Καμπύλη (πάνω από),ανατροπή,λαγοκοιμισμένη

αυξανόμενος,όρθιος (πάνω),εξέγερση,σηκώνομαι

keelhauling => Ναυτικός ξυλοδαρμός, keelhauled => Καρίνα, keelhaul => ναυτική τιμωρία, keelfat => κητολίπαρο, keeler => κιλερ,